Αγιος Θωμάςς

το ξωκλήσι του Αγίου Θωμά στο δέλτα του Ασωπού με τον Λάρι και απέναντι από τη νεκρόπολη της αρχαίας Τανάγρας

το Γεννέσιο της Θεοτόκου

Ο κεντρικός ναός του χωριού

.............................

..............................................................

Η δεξιά αψίδα

ο μεγάλης βουλής άγγελος

Παρεκλήσιο Παναγιάς Λιατανιώτισσας

Ευρίσκεται στο πάρκο της σπηλιάς

31 Ιαν 2024

Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περί τοῦ Γάμου


Πρός τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα 
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 

Θέμα: «Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περί τοῦ Γάμου»

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Όπως έχετε ενημερωθή, μόλις πριν από λίγες ημέρες, δηλαδή την 23η Ιανουαρίου 2024, συνήλθε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι η Ανωτάτη Αρχή της Εκκλησίας μας, για να μελετήση το θέμα που ανέκυψε στις ημέρες μας, δηλαδή την θέσπιση του «πολιτικού γάμου» των ομοφυλοφίλων, με όλες τις συνέπειες που επιφέρει αυτό στο οικογενειακό δίκαιο.

Η Ιεραρχία συζήτησε επαρκώς το θέμα αυτό με υπευθυνότητα και νηφαλιότητα, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά την ενότητά της, και στην συνέχεια ομόφωνα αποφάσισε τα δέοντα που έχουν ανακοινωθή.
Μια από τις αποφάσεις που έλαβε είναι να ενημερώση το πλήρωμά της, το οποίο θέλει να ακούση τις αποφάσεις της και τις θέσεις της. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η Ιεραρχία απευθύνεται προς όλους εσάς, για να διατυπώση την αλήθεια για το σοβαρό αυτό θέμα.

1. Το έργο της Εκκλησίας, διά μέσου των αιώνων, είναι διπλό, δηλαδή θεολογικό, με το να ομολογή την πίστη της, όπως την αποκάλυψε ο Χριστός και την έζησαν οι Άγιοί της, και ποιμαντικό, με το να ποιμαίνη τους ανθρώπους στην κατά Χριστόν ζωή.

Αυτό το έργο της φαίνεται στην Αγία Γραφή και στις αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι οποίες θέσπισαν όρους για την ορθόδοξη πίστη και ιερούς κανόνες, που καθορίζουν τα όρια μέσα στα οποία πρέπει να κινούνται όλα τα μέλη της, Κληρικοί, Μοναχοί και Λαικοί.

Έτσι, η Εκκλησία ποιμαίνει, δηλαδή θεραπεύει τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων, ώστε οι Χριστιανοί να ζούν σε κοινωνία με τον Χριστό και τους αδελφούς τους, να απαλλαγούν από την φιλαυτία και να αναπτυχθή η φιλοθεία και η φιλανθρωπία, δηλαδή η ιδιοτελής, φίλαυτη αγάπη να γίνη ανιδιοτελής αγάπη.

2. Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, αγαθούς και κακούς, αγίους και αμαρτωλούς∙ αυτό κάνει και η Εκκλησία. Άλλωστε, η Εκκλησία είναι πνευματικό Νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους, χωρίς να αποκλείη κανέναν, όπως δείχνει η παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, την οποία είπε ο Χριστός (Λουκ. ι΄, 3037). Το ίδιο κάνουν και τα νοσοκομεία και οι ιατροί για τις σωματικές ασθένειες. Όταν οι ιατροί κάνουν χειρουργικές επεμβάσεις στους ανθρώπους, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι δεν έχουν αγάπη.

Αλλά οι άνθρωποι ανταποκρίνονται διαφορετικά σε αυτήν την αγάπη της Εκκλησίας∙ άλλοι την επιθυμούν και άλλοι όχι. Ο ήλιος αποστέλλει τις ακτίνες του σε όλη την κτίση, άλλοι όμως φωτίζονται και άλλοι καίγονται, και αυτό εξαρτάται από την φύση αυτών που δέχονται τις ηλιακές ακτίνες.
Έτσι, η Εκκλησία αγαπά όλα τα βαπτισθέντα παιδιά της και όλους τους ανθρώπους που είναι δημιουργήματα του Θεού, μικρούς και μεγάλους, αγάμους και εγγάμους, Κληρικούς, Μοναχούς και Λαικούς, επιστήμονες και μη, άρχοντες και αρχομένους, ετεροφύλους και ομοφυλοφίλους, και ασκεί την φιλάνθρωπη αγάπη της, αρκεί, βέβαια, να το θέλουν και οι ίδιοι και να ζούν πραγματικά στην Εκκλησία.

3. Η Θεολογία της Εκκλησίας για τον Γάμο απορρέει από την Αγία Γραφή, την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και την διάταξη του Μυστηρίου του Γάμου.
Στο βιβλίο της Γενέσεως γράφεται: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ευλόγησεν αυτούς λέγων˙ αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτήν και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης» (Γεν., 1, 2728).
Αυτό σημαίνει ότι «η δυαδικότητα των δύο φύσεων και η συμπληρωματικότητά τους δεν αποτελούν κοινωνικές επινοήσεις, αλλά παρέχονται από τον Θεό»∙ «η ιερότητα της ένωσης άνδρα και γυναίκας παραπέμπει στην σχέση του Χριστού και της Εκκλησίας»∙ «ο χριστιανικός Γάμος δεν είναι απλή συμφωνία συμβίωσης, αλλά ιερό Μυστήριο, διά του οποίου ο άνδρας και η γυναίκα λαμβάνουν την Χάρη του Θεού για να προχωρήσουν προς την θέωσή τους»∙ «ο πατέρας και η μητέρα είναι συστατικά στοιχεία της παιδικής και της ενήλικης ζωής».

Όλη η θεολογία του Γάμου φαίνεται καθαρά στην ακολουθία του Μυστηρίου του Γάμου, στα τελούμενα και τις ευχές. Σ’ αυτό το Μυστήριο η ένωση ανδρός και γυναικός ιερολογείται εν Χριστώ Ιησού, με τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Τα αποτελέσματα του εν Χριστώ Γάμου είναι η δημιουργία καλής συζυγίας και οικογενείας, η γέννηση παιδιών, ως καρπού της αγάπης των δύο συζύγων, άνδρα και γυναίκας, και η σύνδεσή τους με την εκκλησιαστική ζωή. Η μη ύπαρξη παιδιών χωρίς την ευθύνη των συζύγων, δεν διασπά την εν Χριστώ συζυγία.

Η χριστιανική παραδοσιακή οικογένεια αποτελείται από πατέρα, μητέρα και παιδιά, και σε αυτήν την οικογένεια τα παιδιά αναπτύσσονται, γνωρίζοντας την μητρότητα και την πατρότητα που θα είναι απαραίτητα στοιχεία στην μετέπειτα εξέλιξή τους.

Εξ άλλου, όπως φαίνεται στο «Ευχολόγιο» της Εκκλησίας, υπάρχει σαφέστατη σύνδεση μεταξύ των Μυστηρίων του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, του Γάμου, της Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Κάθε διάσπαση αυτής της σύνδεσης δημιουργεί εκκλησιολογικά προβλήματα.

Επομένως, βαπτιζόμαστε και χριόμαστε για να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Γίνεται ο Γάμος ώστε οι σύζυγοι και η οικογένεια να συμμετέχουν στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και να κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Κάθε διάσπαση της σχέσεως αυτής των Μυστηρίων συνιστά την εκκοσμίκευση.

Η Εκκλησία βασίζεται σε αυτήν την Παράδοση, που δόθηκε από τον Θεό στους Αγίους, και δεν μπορεί να αποδεχθή κάθε άλλη μορφή Γάμου, πολλώ δε μάλλον τον λεγόμενο «ομοφυλοφιλικό γάμο».

4. Σε ένα ευνομούμενο Κράτος η Πολιτεία με τα συντεταγμένα όργανά της έχει την αρμοδιότητα να καταρτίζη νομοσχέδια και να ψηφίζη νόμους, ώστε στην κοινωνία να υπάρχη ενότητα, ειρήνη και αγάπη.
Η Εκκλησία, όμως, είναι θεσμός αρχαιότατος, έχει διαχρονικές παραδόσεις αιώνων, συμμετέχει σε όλες τις κατά καιρούς δοκιμασίες του λαού, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ελευθερία του, όπως φαίνεται από την ιστορία, την παλαιότερη και την πρόσφατη, και πρέπει όλοι να στέκονται με σεβασμό, τον οποίο κατά καιρούς διακηρύσσουν. Άλλωστε και όλοι οι άρχοντες, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, είναι δυνάμει και ενεργεία μέλη της. Η Εκκλησία ούτε συμπολιτεύεται ούτε αντιπολιτεύεται, αλλά πολιτεύεται κατά Θεόν και ποιμαίνει όλους. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερο λόγο που πρέπει να γίνεται σεβαστός.

Στο θέμα του λεγομένου «πολιτικού γάμου των ομοφυλοφίλων», η Ιερά Σύνοδος όχι μόνον δεν μπορεί να σιωπήση, αλλά πρέπει να ομιλήση, από αγάπη και φιλανθρωπία σε όλους. Γι’ αυτό η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην πρόσφατη απόφασή της με ομόφωνο και ενωτικό τρόπο, για λόγους τους οποίους αιτιολόγησε, δήλωσε ότι «είναι κάθετα αντίθετη προς το προωθούμενο νομοσχέδιο».
Και αυτή η σαφής απόφασή της στηρίζεται στο ότι «οι εμπνευστές του νομοσχεδίου και οι συνευδοκούντες σε αυτό προωθούν την κατάργηση της πατρότητας και της μητρότητας και την μετατροπή τους σε ουδέτερη γονεικότητα, την εξαφάνιση των ρόλων των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια και θέτουν πάνω από τα συμφέροντα των μελλοντικών παιδιών τις σεξουαλικές επιλογές των ομοφυλοφίλων ενηλίκων».

Επί πλέον, η θέσπιση της «υιοθεσίας παιδιών» «καταδικάζει τα μελλοντικά παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ή μητέρα σε ένα περιβάλλον σύγχυσης των γονεικών ρόλων», αφήνοντας δε ανοικτό παράθυρο για την λεγόμενη «παρένθετη κύηση», που θα δώση κίνητρα «για την εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών» και αλλοίωση του ιερού θεσμού της οικογενείας.

Όλα αυτά η Εκκλησία, η οποία πρέπει να εκφράζη το θέλημα του Θεού και να καθοδηγή ορθόδοξα τα μέλη της, δεν μπορεί να τα αποδεχθή, διότι διαφορετικά θα προδώση την αποστολή της. Και το κάνει αυτό όχι μόνο από αγάπη στα μέλη της, αλλά από αγάπη και στην ίδια την Πολιτεία και τους θεσμούς της, ώστε να προσφέρουν στην κοινωνία και να συντελούν στην ενότητά της.
Αποδεχόμαστε, βέβαια, τα δικαιώματα των ανθρώπων τα οποία κινούνται σε επιτρεπτά όρια, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις τους, αλλά η νομιμοποίηση του απολύτου «δικαιωματισμού», που είναι θεοποίηση των δικαιωμάτων, προκαλεί την ίδια την κοινωνία.

5. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται για την οικογένεια, η οποία αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του Έθνους. Σε αυτό πρέπει να συντείνη και η Πολιτεία, όπως διαλαμβάνεται στο ισχύον Σύνταγμα ότι «η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο Γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους» (αρ. 21).

Σύμφωνα δε με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι νόμος του Κράτους (590/1977), «η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος ως… της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας» (αρ. 2).

Έτσι, προτρέπουμε την Πολιτεία να προβή στην αντιμετώπιση του Δημογραφικού προβλήματος «που εξελίσσεται σε βόμβα έτοιμη να εκραγεί» και είναι το κατ’ εξοχήν εθνικό θέμα της εποχής μας, του οποίου η επίλυση υπονομεύεται από το προς ψήφιση νομοσχέδιο, και την καλούμε να υποστηρίξη τις πολύτεκνες οικογένειες που προσφέρουν πολλά στην κοινωνία και το Έθνος.

Όλα τα ανωτέρω η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ανακοινώνει σε όλα τα μέλη της «με αίσθημα ποιμαντικής ευθύνης και αγάπης», διότι όχι μόνο ο λεγόμενος «γάμος των ομοφυλοφίλων» είναι ανατροπή του Χριστιανικού Γάμου και του θεσμού της πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας, αλλάζοντας το πρότυπό της, αλλά και διότι η ομοφυλοφιλία έχει καταδικαστή από την σύνολη εκκλησιαστική παράδοση, αρχής γενομένης από τον Απόστολο Παύλο (Ρωμ. α΄, 2432), και αντιμετωπίζεται με την μετάνοια, η οποία είναι αλλαγή τρόπου ζωής.

Εννοείται, βέβαια, ότι υφίσταται η βασική αρχή ότι, ενώ η Εκκλησία καταδικάζει την κάθε αμαρτία ως απομάκρυνση του ανθρώπου από το Φως και την αγάπη του Θεού, συγχρόνως αγαπά τον κάθε αμαρτωλό, διότι και αυτός έχει το «κατ’ εικόνα Θεού» και μπορεί να φθάση στο «καθ’ ομοίωσιν», εάν συνεργήση στην Χάρη του Θεού.

Αυτόν τον υπεύθυνο λόγο απευθύνει η Ιερά Σύνοδος σε σας, τους ευλογημένους Χριστιανούς, τα μέλη της, και σε όλους όσοι αναμένουν τον λόγο της, διότι η Εκκλησία «αληθεύει εν αγάπη» (Εφ. δ΄, 15) και «αγαπά εν αληθεία» (Β΄ Ιω. α΄, 1).

† Ο Αθηνών Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ο Καρυστίας και Σκύρου Σεραφείμ
† Ο Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευστάθιος
† Ο Νικαίας Αλέξιος
† Ο Νικοπόλεως και Πρεβέζης Χρυσόστομος
† Ο Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Θεόκλητος
† Ο Μαρωνείας και Κομοτηνής Παντελεήμων
† Ο Κίτρους και Κατερίνης Γεώργιος
† Ο Ιωαννίνων Μάξιμος
† Ο Ελασσώνος Χαρίτων
† Ο Θήρας, Αμοργού και Νήσων Αμφιλόχιος
† Ο Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Νικηφόρος
† Ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας Δαμασκηνός

Ο Αρχιγραμματεύς
Αρχιμ. Ιωάννης Καραμούζης

26 Ιαν 2024

Πρόσκληση για την εορτή των Τριών Ιεραρχών

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν ἡ Τοπική μας Ἐκκλησία καί ὁ Ἐπίσκοπος Της θέλοντας νά προσδώσουν ἕναν λαμπρότερο χαρακτῆρα στόν ἑορτασμό, Σᾶς προσκαλοῦν τήν Δευτέρα 29 Ἰανουαρίου 2024 καί ὥρα 6:30 μ.μ. στόν Ἱερό Ναό Ἁγίων Νικολάου καί Ρούφου Θηβῶν (ἔναντι τῶν Δικαστηρίων), ὅπου θά ψαλλεῖ Πανηγυρικός Ἑσπερινός πρός τιμήν τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, καί ἐν συνεχείᾳ θά πραγματοποιηθεῖ ὁμιλία ἀπό τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Βασίλειο Θερμό, Κληρικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, Ψυχίατρο παιδιῶν καί ἐφήβων καί Καθηγητή τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικής Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν μέ θέμα: «Ποια κοινωνία καί ποια παιδεία θέλουμε; Στοχασμοί μέ ἀφορμή τούς Τρεῖς Ἱεράρχες» 

Ἡ παρουσία Σας θά μᾶς χαροποιήσει ἰδιαίτερα. 

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί πολλῆς ἀγάπης 

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Θηβών Λεβαδείας & Αυλίδος ΓΕΩΡΓΙΟΣ




25 Ιαν 2024

Μήνυμα τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν ὄψει τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν


 

Αγαπητά μας παιδιά,

 Είναι κοινώς παραδεκτό ότι ζούμε σε μια κοινωνία, ή oποία αντιμετωπίζει ποικιλόμορφα προβλήματα καi δύσκολες καταστάσεις. Γι' αυτό έχουμε ανάγκη από πρότυπα καi φωτεινά παραδείγματα, τα oποία θα είναι για όλους εμάς πολύτιμος επιστηριγμός.
 Τέτοια ζωντανά παραδείγματα είναι και οι Τρείς `Ιεράρχες, φωστήρες υπέρλαμπροι του σύμπαντος κόσμου. Ο Μέγας Βασίλειος, άνδρας ενάρετος και ευλαβής, του οποίου η φωνή, όπως ακούμε στον Επιτάφιο Λόγο πού εκφωνήθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ακουγόταν σαν βροντή, διότι ό βίος του έλαμπε σαν αστραπή. Ο Γρηγόριος ό Θεολόγος, κοσμημένος με σπάνιες αρετές και τρισόλβιος διδάσκαλος, ο οποίος επαξίως ονομάστηκε θεολόγος. Και τέλος, ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος, ό οποίος με τούς εμπνευσμένους λόγους του και τη ρητορική του ευφράδεια, υπερέβαλε τους ρήτορες όλων των εποχών.
 Οι Τρεις Καππαδόκες Πατέρες, ιερουργοί των θείων Μυστηρίων, διαλάμπουν στο στερέωμα της οικουμένης, εκπέμποντας φως και θεϊκή λάμψη. Ο καθένας από αυτούς συνέβαλε τα μέγιστα στην προώθηση της γνώσεως και της σοφίας, αλλά και στην καλλιέργεια της θεολογικής σκέψεως, και γι' αυτόν τον λόγο τιμώνται ως προστάτες των ελληνικών γραμμάτων, αλλά και ως εμπνευστές τόσο για τούς μαθητές, όσο και για τούς ευσεβείς επιστήμονες και τούς υπεύθυνους πνευματικούς διδασκάλους.
 Ωστόσο, όλος αυτός ό θαυμασμός, στα βυζαντινά χρόνια και συγκεκριμένα τον ενδέκατο αιώνα επί Αλεξίου Κομνηνού, μετετράπη σε φιλονικία μεταξύ των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών. Μια έριδα ως προς την αξία ενός εκάστου εξ αυτών. Έτσι, τα πλήθη των Χριστιανών χωρίστηκαν σέ τρεις παρατάξεις. Άλλοι ονομάζονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες. Οι πρώτοι θεωρούσαν τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο απαράμιλλο και μοναδικό ερμηνευτή των Θείων Γραφών. Οι δεύτεροι, προέβαλαν την κοινωνική και φιλανθρωπική δράση τού Μεγάλου Βασιλείου, θεωρώντας την περίφημη Βασιλειάδα έργο μοναδικής αξίας, αφού μέσα σ' αυτήν υπήρχαν ξενώνες, νοσοκομεία και γηροκομείο, όπου θεραπεύονταν οι ανάγκες των ενδεών αδελφών. Αλλά και ή τρίτη ομάδα, έχοντας ισχυρά επιχειρήματα, τόνιζε τη συγγραφική δεινότητα τού Γρηγορίου, αλλά και την ποιμαντική δράση και φροντίδα που επέδειξε για την προστασία τού ποιμνίου του από τούς αιρετικούς.
`Η όλη αντιπαλότητα θά λήξει με την εμπνευσμένη ιδέα τού Ιωάννου Ευχαϊτων. Ο σοφός επίσκοπος σκέφθηκε, μετά από θείο φωτισμό, να συντάξει Ιερά Ακολουθία και να συνεορτάζονται την ίδια μέρα οι «τρείς μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος»(1).
 Αυτός ό κοινός εορτασμός, την 30ή Ιανουαρίου, μάς δίδει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι και οι Τρείς Καππαδόκες Πατέρες αφουγκράζονταν τον παλμό της κοινωνίας και τις διαχρονικές ανάγκες του κοινωνικού ιστού. Έθεσαν ως κέντρο της διδασκαλίας τους τον άνθρωπο και προσπάθησαν μέσα από την προβολή της ενάρετης ζωής να επαναφέρουν το ανθρώπινο πλάσμα στην αρχική δόξα και παραδεισένια κατάσταση.
 Τόσο κατά τη διάρκεια τού τετάρτου αιώνα, κατά τον οποίο έζησαν οι σήμερα τιμώμενοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο και στη σύγχρονη εποχή το ανθρώπινο γένος βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει την απελπισία, τον πόνο και τη θλίψη. Επομένως, είναι διαχρονική ή ανάγκη να αναζητήσουμε την ευτυχία και τη χαρά, και να ανακαλύψουμε το αληθινό νόημα της ζωής.
 Αυτό το ουσιαστικό περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου αναζητούν και οι τρείς διδάσκαλοι της οικουμένης, μιλώντας για επαναπροσδιορισμό της σχέσεώς μας με τον Θεό και για συνεχή αγώνα κατά της αδικίας, της ανισότητας, της περιφρόνησης της ανθρώπινης προσωπικότητας και της βίας. 
Η τελευταία, δυστυχώς, έχει κάνει έντονη την παρουσία της και στον χώρο τού σχολείου, αφού πολύ συχνά γινόμαστε μάρτυρες βιαιοπραγίας μεταξύ των μαθητών, αλλά και γενικότερα ακραίων συμπεριφορών.
 Και στον ευρύτερο χώρο της κοινωνίας μας δεν ελλείπουν φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το θλιβερό φαινόμενο; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίδει ένας εκ των σήμερα εορταζομένων Αγίων. Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας Ιωάννης ό Χρυσόστομος, άριστος ψυχογράφος τού ανθρώπου και ερμηνευτής όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής, διατείνεται ότι ή αιτία των προβλημάτων της κοινωνίας και της επικράτησης της βίας είναι ή διεφθαρμένη προαίρεση τού ανθρώπου και η κακή χρήση της ελευθερίας(2).
 Η ελευθερία ήταν όντως ένα ύψιστο δώρο του Θεού προς τούς πρωτοπλάστους, την οποία δυστυχώς δεν διαχειρίσθηκαν σωστά, με αποτέλεσμα να έχουμε την πτώση και την εισβολή των παθών(3). Ως εκ τούτου, ο χρυσορρήμων πατέρας υποστηρίζει ότι αιτία του κακού δεν είναι ό Θεός, αλλά ή κακή χρήση του αυτεξουσίου από τον άνθρωπο. Η απλοϊκή διήγηση τον βιβλίου της Γενέσεως, η οποία περιφρονείται από πολλούς, εμπεριέχει αυτές τις ουσιαστικές αλήθειες, τις οποΐες φωτίζει έτι περαιτέρω αυτός πού εδέχθη τη Θεία χάρη από τούς ουρανούς και πού με τά χείλη του διδάσκει όλους τούς ανθρώπους.
 Ο άνθρωπος, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε αρμονική σχέση με τον δημιουργό Του και τα άλογα πλάσματα και κατοικούσε στον Παράδεισο, απομακρύνεται από τον πλάστη του. Ο Θεός αδιαμφισβήτητα δεν παύει ν' αγαπά τον άνθρωπο, αλλά αναμένει την επιστροφή του πλάσματός Του στην πατρική αγκάλη.
 Αυτή ή θεϊκή αγάπη αποκαλύπτεται περίτρανα στο πρόσωπο τον Ιησού Χριστού. Και αυτό το πρόσωπο προβάλλουν οι Τρεις Ιεράρχες ως τη μοναδική λύση σε όλα τα προβλήματα του ανθρώπου και ιδιαιτέρως στο πρόβλημα της βίας. Πιστεύουν ακράδαντα ότι μόνο με τη βοήθεια του Χριστού θα αποκτήσουμε την ειρήνη και πλέον η βία δεν θα έχει θέση στις καρδιές μας, αφού θα βλέπουμε όλους τούς ανθρώπους ως αδελφούς μας.
 Αγαπητά μας παιδιά, σας ευχόμαστε καλή πρόοδο και σας καλούμε να αφουγκραστείτε το μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, ξεδιψώντας με τα σωτήρια νάματα της διδασκαλίας τους και αποκτώντας όχι μόνο τη σοφία των γραμμάτων, αλλά κυρίως την ειρήνη του Χριστού και τη γαλήνη στις καρδιές σας.

  1. Απολυτίκιο Τριών 'Ιεραρχών
  2. Ιωάννου Χρυσοστόμου, "Εις πρός Γαλάτας Όμιλίαν", Patrοlogia Graeca, έπιμ. έκδ.1. Migne, τόμ. 6Ι, στιχ. 618.
  3. δ.π. τόμ. 60, στιχ. 507



15 Ιαν 2024

Θεία Λειτουργία στο ξωκλήσι του Αγίου Αντωνίου

 - ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ -

ΤΕΤΑΡΤΗ 17 IANOYΑΡΙΟΥ 2024

Θα τελεσθεί Όρθρος & Θεία Λειτουργία μετ' αρτοκλασίας στο ξωκλήσι του Αγίου Αντωνίου στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.