Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Όπως έχετε ενημερωθή, μόλις πριν από λίγες ημέρες, δηλαδή την 23η Ιανουαρίου 2024, συνήλθε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι η Ανωτάτη Αρχή της Εκκλησίας μας, για να μελετήση το θέμα που ανέκυψε στις ημέρες μας, δηλαδή την θέσπιση του «πολιτικού γάμου» των ομοφυλοφίλων, με όλες τις συνέπειες που επιφέρει αυτό στο οικογενειακό δίκαιο.
1. Το έργο της Εκκλησίας, διά μέσου των αιώνων, είναι διπλό, δηλαδή θεολογικό, με το να ομολογή την πίστη της, όπως την αποκάλυψε ο Χριστός και την έζησαν οι Άγιοί της, και ποιμαντικό, με το να ποιμαίνη τους ανθρώπους στην κατά Χριστόν ζωή.
Αυτό το έργο της φαίνεται στην Αγία Γραφή και στις αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι οποίες θέσπισαν όρους για την ορθόδοξη πίστη και ιερούς κανόνες, που καθορίζουν τα όρια μέσα στα οποία πρέπει να κινούνται όλα τα μέλη της, Κληρικοί, Μοναχοί και Λαικοί.
Έτσι, η Εκκλησία ποιμαίνει, δηλαδή θεραπεύει τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων, ώστε οι Χριστιανοί να ζούν σε κοινωνία με τον Χριστό και τους αδελφούς τους, να απαλλαγούν από την φιλαυτία και να αναπτυχθή η φιλοθεία και η φιλανθρωπία, δηλαδή η ιδιοτελής, φίλαυτη αγάπη να γίνη ανιδιοτελής αγάπη.
2. Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, αγαθούς και κακούς, αγίους και αμαρτωλούς∙ αυτό κάνει και η Εκκλησία. Άλλωστε, η Εκκλησία είναι πνευματικό Νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους, χωρίς να αποκλείη κανέναν, όπως δείχνει η παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, την οποία είπε ο Χριστός (Λουκ. ι΄, 3037). Το ίδιο κάνουν και τα νοσοκομεία και οι ιατροί για τις σωματικές ασθένειες. Όταν οι ιατροί κάνουν χειρουργικές επεμβάσεις στους ανθρώπους, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι δεν έχουν αγάπη.
Όλη η θεολογία του Γάμου φαίνεται καθαρά στην ακολουθία του Μυστηρίου του Γάμου, στα τελούμενα και τις ευχές. Σ’ αυτό το Μυστήριο η ένωση ανδρός και γυναικός ιερολογείται εν Χριστώ Ιησού, με τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Τα αποτελέσματα του εν Χριστώ Γάμου είναι η δημιουργία καλής συζυγίας και οικογενείας, η γέννηση παιδιών, ως καρπού της αγάπης των δύο συζύγων, άνδρα και γυναίκας, και η σύνδεσή τους με την εκκλησιαστική ζωή. Η μη ύπαρξη παιδιών χωρίς την ευθύνη των συζύγων, δεν διασπά την εν Χριστώ συζυγία.
Η χριστιανική παραδοσιακή οικογένεια αποτελείται από πατέρα, μητέρα και παιδιά, και σε αυτήν την οικογένεια τα παιδιά αναπτύσσονται, γνωρίζοντας την μητρότητα και την πατρότητα που θα είναι απαραίτητα στοιχεία στην μετέπειτα εξέλιξή τους.
Εξ άλλου, όπως φαίνεται στο «Ευχολόγιο» της Εκκλησίας, υπάρχει σαφέστατη σύνδεση μεταξύ των Μυστηρίων του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, του Γάμου, της Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Κάθε διάσπαση αυτής της σύνδεσης δημιουργεί εκκλησιολογικά προβλήματα.
Επομένως, βαπτιζόμαστε και χριόμαστε για να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Γίνεται ο Γάμος ώστε οι σύζυγοι και η οικογένεια να συμμετέχουν στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και να κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Κάθε διάσπαση της σχέσεως αυτής των Μυστηρίων συνιστά την εκκοσμίκευση.
Η Εκκλησία βασίζεται σε αυτήν την Παράδοση, που δόθηκε από τον Θεό στους Αγίους, και δεν μπορεί να αποδεχθή κάθε άλλη μορφή Γάμου, πολλώ δε μάλλον τον λεγόμενο «ομοφυλοφιλικό γάμο».
Επί πλέον, η θέσπιση της «υιοθεσίας παιδιών» «καταδικάζει τα μελλοντικά παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ή μητέρα σε ένα περιβάλλον σύγχυσης των γονεικών ρόλων», αφήνοντας δε ανοικτό παράθυρο για την λεγόμενη «παρένθετη κύηση», που θα δώση κίνητρα «για την εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών» και αλλοίωση του ιερού θεσμού της οικογενείας.
5. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται για την οικογένεια, η οποία αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του Έθνους. Σε αυτό πρέπει να συντείνη και η Πολιτεία, όπως διαλαμβάνεται στο ισχύον Σύνταγμα ότι «η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο Γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους» (αρ. 21).
Σύμφωνα δε με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι νόμος του Κράτους (590/1977), «η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος ως… της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας» (αρ. 2).
Έτσι, προτρέπουμε την Πολιτεία να προβή στην αντιμετώπιση του Δημογραφικού προβλήματος «που εξελίσσεται σε βόμβα έτοιμη να εκραγεί» και είναι το κατ’ εξοχήν εθνικό θέμα της εποχής μας, του οποίου η επίλυση υπονομεύεται από το προς ψήφιση νομοσχέδιο, και την καλούμε να υποστηρίξη τις πολύτεκνες οικογένειες που προσφέρουν πολλά στην κοινωνία και το Έθνος.
Όλα τα ανωτέρω η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ανακοινώνει σε όλα τα μέλη της «με αίσθημα ποιμαντικής ευθύνης και αγάπης», διότι όχι μόνο ο λεγόμενος «γάμος των ομοφυλοφίλων» είναι ανατροπή του Χριστιανικού Γάμου και του θεσμού της πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας, αλλάζοντας το πρότυπό της, αλλά και διότι η ομοφυλοφιλία έχει καταδικαστή από την σύνολη εκκλησιαστική παράδοση, αρχής γενομένης από τον Απόστολο Παύλο (Ρωμ. α΄, 2432), και αντιμετωπίζεται με την μετάνοια, η οποία είναι αλλαγή τρόπου ζωής.
Εννοείται, βέβαια, ότι υφίσταται η βασική αρχή ότι, ενώ η Εκκλησία καταδικάζει την κάθε αμαρτία ως απομάκρυνση του ανθρώπου από το Φως και την αγάπη του Θεού, συγχρόνως αγαπά τον κάθε αμαρτωλό, διότι και αυτός έχει το «κατ’ εικόνα Θεού» και μπορεί να φθάση στο «καθ’ ομοίωσιν», εάν συνεργήση στην Χάρη του Θεού.
Αυτόν τον υπεύθυνο λόγο απευθύνει η Ιερά Σύνοδος σε σας, τους ευλογημένους Χριστιανούς, τα μέλη της, και σε όλους όσοι αναμένουν τον λόγο της, διότι η Εκκλησία «αληθεύει εν αγάπη» (Εφ. δ΄, 15) και «αγαπά εν αληθεία» (Β΄ Ιω. α΄, 1).